Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μητρόδοκος
Μητρόδοτος
Μητρόδωρος
Μητρό·δοτος,
ου
(
ὁ
)
Mètrodotos,
h.
Anth.
11, 344
.
Étym.
μήτηρ, δίδωμι
.