μητρόπολις

Μητρόπολις

μητροπολίτης
Μητρό·πολις, εως () Mètropolis :
1 v. d’Acarnanie, Thc. 3, 107 ||
2 v. de Lydie, El. N.A. 16, 38.
Étym. v. le préc.