Ναυσιμένης

Ναυσινίκη

Ναυσίνικος
Ναυσι·νίκη, ης () [ῐῑ] Nausinikè, f. Philém. (E. Byz. vo Ἀθῆναι) ; Plut. M. 871a.
Étym. ν. νίκη.