νεοκηδής

Νεοκλείδης

νεοκληρόνομος
Νεοκλείδης, ου () Néokleidès, h. Ar. Eccl. 255, 398 ; Plut. 665, etc. ||
E Dor. Νεοκλείδας, Anth. 7, 72.
Étym. patr. de Νεοκλῆς.