νεοκληρόνομος

Νεοκλῆς

νεόκλωστος
Νεο·κλῆς, έους () Néoklès, h. Hdt. 7, 143 ||
E Gén. épq. -ῆος, Anth. App. 2.
Étym. ν. κλέος.