Νίκανδρος

Νικάνωρ

νικαξοῦμαι
Νικ·άνωρ, ορος () [ῑᾱ] Nikanôr, h. Thc. 2, 80 ; Din. 57, 2 ; 70, 2.
Étym. νικάω, ἀνήρ.