νικαξοῦμαι

Νικαρέτη

Νικάρετος
Νικ·αρέτη, ης () [ῑᾰ] Nikarétè, f. Dém. 1320, 3 ; 1351, 4 ; Anth. 6, 285.
Étym. v. le suiv.