Νικόδαμος

Νικόδημος

Νικοδίκη
Νικό·δημος, ου () [] Nikodèmos, h. Dém. 549, 23 ; Eschn. 24, 30, etc. ||
E Dor. Νικόδαμος [] Paus. 5, 25, 7.
Étym. νικάω, δῆμος.