Νικόδωρος

Νικοκλῆς

Νικοκράτης
Νικο·κλῆς, έους () [] Nikoklès, h. Pd. I. 7, 62 ||
E Voc. -κλεις, Plut. Phoc. 36 ; gén. poét. -κλέος, Pd. l. c.
Étym. νικάω, κλέος.