νικόλαον

Νικόλαος

Νικόλεως
Νικό·λαος, ου () [ῑᾱ] Nikolaos, h. Plut. Brut. 53, etc. ||
E Par contr. Νικόλας, Thc. 2, 67 ; ion. Νικόλεως, Hdt. 7, 134 ; gén. Νικόλεω, Hdt. 7, 137.
Étym. νικάω, λαός.