Οἰδιπόδεια

Οἰδιπόδειος

Οἰδίποδες
Οἰδιπόδειος, ος, ον [] d’Œdipe, Plut. Syll. 19 ; τὸ Οἰδιπόδειον, Lysim. (Sch.-Soph. O.C. 91) sanctuaire consacré à Œdipe ||
E Fém. -α, Paus. 9, 18, 5 et 6 (corr. p. Οἰδιποδία).
Étym. Οἰδίπους.