Ὀλίατος

Ὀλιγαιθίδαι

ὀλιγαιμία
Ὀλιγαιθίδαι (οἱ) [ῐῐ] les Oligæthides, ou descendants d’Oligæthos, famille de Corinthe, Pd. O. 13, 93.
Étym. patr. de Ὀλίγαιθος, de ὀλίγος, αἴθω.