Ὀλύμπιχος

Ὀλυμπόθεν

Ὄλυμπόνδε
*Ὀλυμπόθεν, poét. Οὐλυμπόθεν, adv. de l’Olympe, Pd. P. 4, 214.
Étym. Ὄ. -θεν.