ὀνομαστός

Ὀνόμαστος

ὀνοματίζω
Ὀνόμαστος, ου () Onomastos, h. Plut. Galb. 24 ||
E Ion. Οὐνόμαστος, Hdt. 6, 127.
Étym. v. le préc.