Ὀρέστεια

Ὀρέστειον

Ὀρέστειος
Ὀρέστειον, ου (τὸ)
1 Oresteion, autre n. d’Ὀρεσθάσιον, Eur. Or. 1647 ||
2 temple consacré à Oreste, Hdt. 9, 11 ; Luc. Tox. 6.
Étym. Ὀρέστης.