Ὄροιδος

Ὀροίτης

ὀροιτύπος
Ὀροίτης, ου () Orœtès, Perse, Hdt. 3, 120, etc. ||
E Gén. ion. -εω, Hdt. 3, 121, etc. ; acc. ion. -εα, Hdt. 3, 121, etc.