ὀρθαγόρας

Ὀρθαγόρας

ὀρθαγορίσκος
Ὀρθ·αγόρας, ου () [ᾰγ] Orthagoras, h. Plat. Prot. 318c ; Arstt. Pol. 5, 12, etc.
Étym. ὀρθός, ἀγορεύω.