Ὀθρυάδης

Ὀθρυονεύς

Ὄθρυς
Ὀθρυονεύς, έως () Othryonée, h. Il. 13, 363, 372, 772 ||
E Voc. -εῦ, Il. 13, 374 ; acc. épq. -ῆα, Il. 13, 363.