παλίγκυρτος

Παλικάμπης

Παλικοί
Παλι·κάμπης () ou Παλι·κάμπη () [ᾰῐ] Palikampès, h. ou Palikampè, f. Anth. 11, 107.
Étym. π. κάμπτω.