Παλλαναῖος

Παλλαντιάς

Παλλαντιεύς
Παλλαντιάς, άδος (), Παλλαντίδης, ου () fille, descendant de Pallante, Anth. 6, 247 ; Eur. Hipp. 35.
Étym. Πάλλας.