Πάριον

Πάριος

παριππάζομαι
Πάριος, α, ον [] de Paros : Παρία λίθος, Thcr. Idyl. 6, 38 ; λίθος Πάριος, Hdt. 5, 62, etc. ; Paus. 1, 14, 7, etc. marbre de Paros ; οἱ Πάριοι, Hdt. 5, 28, etc. les habitants de Paros (Πάρος 2).