Παρράσιον

Παρράσιος

παρρησία
Παρράσιος, ου () Parrhasios, peintre d’Éphèse, Xén. Mem. 3, 10, 1 ; Plut. Thes. 4, etc.
Παρράσιος, α, ον [ᾰσ] de Parrhasia, Pd. O. 9, 143, etc. ; Eur. Or. 1645 ; οἱ Παρράσιοι, Thc. 5, 33, etc. habitants de Parrhasia.
Étym. Παρρασία.