Πάρθος

Παρθυαῖος

παριαμϐίς
Παρθυαῖος, α, ον, des Parthes, d’où ἡ Παρθυαία (s. e. χώρα) Str. 491, la Parthiène, pays des Parthes ; οἱ Παρθυαῖοι, Plut. Eum. 18, etc. les Parthes.
Étym. Πάρθοι.