Πασισωκλῆς

Πασιτελίδας

Πασιτίγρις
Πασιτελίδας () [ᾱσῐ] Pasitélidas, Laconien, Thc. 4, 132 ; 5, 3.
Étym. patr. de *Πασιτέλης, de π. τέλος.