Πατάρϐημις

Παταρεύς

Παταρικός
Παταρεύς, έως [ᾰᾰ] adj. m. de Patares, Plut. Brut. 2 ; ἡ Παταρέων πόλις, Plut. Brut. 32, la ville des Patares.
Étym. Πάταρα.