πεῖσαι

Πείσανδρος

Πείσαυρα
Πείσ·ανδρος, ου () Peisandros, h. Il. 11, 122, 144 ; 13, 601, 611 ; 16, 193 ; Od. 18, 299 ; 22, 243, 268 ; Thc. 8, 49, etc. ; Xén. Conv. 2, 14, etc.
Étym. πείθω, ἀνήρ.