Πεισηνορίδης

Πεισήνωρ

Πεισθέταιρος
Πεισ·ήνωρ, ορος () Peisènôr :
1 Troyen, Il. 15, 445 ||
2 autre, Od. 2, 38.
Étym. πείθω, ἀνήρ.