πελαργικός

Πελαργικός

πελαργῖτις
Πελαργικός, ή, όν, c. Πελασγικός, avec jeu de mots, Ar. Av. 832 ||
E Dans les inscr. att. CIA. 4b, 27b (439 av. J.-C.) ; v. Meisterh.
Étym. v. Πελαργοί.