Πελάσγιος

Πελασγίς

Πελασγιῶται
Πελασγίς, ίδος [ῐδ] adj. f. c. les préc. Hdt. 6, 138 ; 7, 42 ; A. Rh. 1, 14 ; 4, 243, 265 ; Paus. 2, 22, 2.