Πελόπειος

Πελοπηϊάδαι

Πελοπήϊος
Πελοπηϊάδαι, ῶν (οἱ) c. Πελοπίδαι (v. Πελοπίδης), Pd. N. 8, 21 ; Thcr. Idyl. 15, 142.
Étym. Πελοπήϊος.