Περικλείδας

Περικλείδης

Περίκλειος
Περικλείδης, ου () Périkleidès, h. Eschn. 1, 156 Baiter-Sauppe ||
E Dor. Περικλείδας, Ar. Lys. 1138 ; Plut. Cim. 16 ; gén. [] Thc. 4, 119.
Étym. patr. de Περικλέης.