περίλαμψις

Περίλαος

περιλέγω
Περί·λαος, ου () [] Périlaos :
1 général sicyonien, Hdt. 9, 103 ||
2 autres, Dém. 18, 48 Baiter-Sauppe ; Luc. Phal. 1, 11, 12, etc. ||
E Ion. Περίλεως, Hdt. l. c.
Étym. π. λαός.