Περίφημος

Περιφήτης

περιφθέγγομαι
Περι·φήτης, ου () Périphètès :
1 h. Il. 14, 515 ; 15, 638 ||
2 fils d’Hèphæstos, brigand fameux, Plut. Thes. 8, etc.
Étym. π. φημί.