Πέρσεια

Περσείδης

περσείη
Περσείδης, ου () fils ou descendant de Persée, Thc. 1, 9, etc. ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée, Hdt. 1, 125 ; Xén. Cyr. 1, 2, 1 ||
E Dat. pl. ion. Περσεΐδῃσι, Oracl. (Hdt. 7, 220).
Étym. Περσεύς et Πέρσης.