πετηλίας καρκίνος

Πετηλῖνος

πέτηλον
Πετηλῖνος, η, ον :
1 de Pétèlia, Plut. Crass. 11 ||
2 τὸ Πετηλῖνον ἄλσος, le bois de Pétèlia, près de Rome, Plut. Cam. 36.
Étym. Πετηλία.