φαίδιμος

Φαίδιμος

Φαίδρα
Φαίδιμος, ου () [] Phædimos, h. Od. 4, 617 ; 15, 117 ; Thc. 5, 42 ; Dém. Or. 19, 196 Baiter-Sauppe.
Étym. v. le préc.