Φαίδρα

Φαιδρίας

φαιδρόνους
Φαιδρίας, ου () Phædrias, h. Xén. Hell. 2, 3, 2, etc. ||
E Voc. Φαιδρία, Ar. Lys. 356.
Étym. φαιδρός.