φαικός

Φαιναρέτη

Φαινεστέλλας
Φαιν·αρέτη, ης () [] Phænarétè :
1 mère de Socrate, Plat. Theæt. 149a, etc. ||
2 autres, Ar. Ach. 49 ; Plut. Pyrrh. 5, etc.
Étym. φαίνω, ἀρετή.