Φανόστρατος

Φανοτεύς

φανότης
Φανοτεύς, έως () []
1 Phanotée, v. de Phocide, Thc. 4, 89 ||
2 adj. m. de Phanotée, Soph. El. 45, 670 ||
E Dat. dor. Φανοτῆϊ, Thcr. Idyl. 24, 115.