Φαρμοῦθι

Φαρνάϐαζος

Φαρναζάθρης
Φαρνάϐαζος, ου () Pharnabaze, Perse, Thc. 2, 67 ; 8, 6 ; 8, 39, etc. ; Xén. Hell. 1, 1, 6, 14, etc.