φαρόω-ῶ

Φαρσαλία

Φαρσάλιος
Φαρσαλία, ας () [σᾱ]
1 territoire de Pharsale, Plut. Cæs. 42 ||
2 Pharsalia, Plut. Pyth. or. 8, etc.
Étym. fém. de Φαρσάλιος.