Φειδίας

Φειδιππίδης

Φειδιππίδιον
Φειδιππίδης, ου () Pheidippidès, h. Hdt. 6, 105 (gén. ion. -εω) ; Ar. Nub. 80 (voc. ).
Étym. patr. de Φείδιππος.