φειδίτιον

Φειδόλαος

Φειδόλεως
Φειδό·λαος, ου () Pheidolaos, h. Plut. Gen. Socr. 4, 5 ||
E Dor. Φειδόλας, Anth. 6, 135.
Étym. φείδομαι, λαός.