Φερσεφόνειος

Φερσεφόνη

φέρτατος
Φερσε·φόνη, ης () c. Περσεφόνη, Sim. Epigr. 127 ; Anth. 7, 58, etc. ||
E Dor. Φερσεφόνα [] Sapph. fr. 119, 2 Bgk ; Pd. O. 14, 21, etc.