φιλάμενος

Φιλαμμονίδας

Φιλάμμων
Φιλαμμονίδας, α () [ῐῐᾰ] le fils de Philammôn, c. à d. Eumolpos, Thcr. Idyl. 24, 109.
Étym. Φιλάμμων.