Φιλιστιάδης

Φιλιστίδης

φιλίστιον
Φιλιστίδης, ου () [φῐ] Philistidès, h. Plat. Ep. 315e ; Dém. Or. 9, 33, 59, etc. Baiter-Sauppe.
Étym. patr. de Φίλιστος.