Φίλισος

Φιλίστη

Φιλιστιάδης
Φιλίστη, ης () [φῐ] Philistè, f. Ar. Th. 568 ||
E Dor. Φιλίστα [] Thcr. Idyl. 2, 145.
Étym. cf. φίλιστος.