Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φιλόδυρτος
Φιλοδώρητος
φιλοδωρία
Φιλο·δώρητος,
ου
(
ὁ
)
[
ῐ
] Philodôrètos,
h.
Ar.
Eccl.
51
.
Étym.
φ. δωρέομαι
.