φιλόλαλος

Φιλόλαος

φιλολήϊος
Φιλό·λαος, ου () Philolaos :
1 pythagoricien, Plat. Phæd. 61d et e, etc. ||
2 autres, Arstt. Pol. 2, 96, etc.
Étym. φ. λαός.