φιλόνικος

Φιλόνομος

φιλονοσέω-ῶ
Φιλό·νομος, ου () Philonomos :
1 fils d’Élektryon, Apd. 2, 4, 5 ||
2 autres, El. fr. 3 (Stob. Fl. 79, 38), etc.
Étym. φ. νόμος.